- υπαφίσταμαι
- Ααποχωρώ, αποσύρομαι βαθμιαία («πεφεισμένως ἀλλήλοις ὑπαφίστανται τῆς ὁδοῡ», Αιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἀφίσταμαι «απομακρύνομαι, αποχωρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπαποστήσομαι — ὑπαφίσταμαι step back aor subj mid 1st sg (epic) ὑπαφίσταμαι step back fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαπέστη — ὑπαφίσταμαι step back plup ind act 1st sg (ionic) ὑπαφίσταμαι step back aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαφίστασθαι — ὑπαφίσταμαι step back pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαποστάς — ὑπαποστά̱ς , ὑπαφίσταμαι step back aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)